καπούλι, το, ουσ. [<μσν. καπούλιον, υποκορ. του λατιν. scapula], συνήθως στον πλ. τα καπούλια, α. τα οπίσθια μέρη των μεγάλων τετράποδων ζώων: «καβαλίκεψε τ’ άλογο κι έβαλε το γιο του να καθίσει στα καπούλια». β. τα οπίσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος, ιδίως τα ευτραφή οπίσθια της γυναίκας: «έχει αδυναμία στις γυναίκες που έχουν μεγάλα καπούλια»·
- κάνω καπούλια, γίνομαι χοντρός, παχαίνω, χοντραίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ, ξάπλα και ύπνο, έκανα καπούλια».